- τριακόσιοι
- -ες, -α / τριακόσιοι, -αι, -α, ΝΜΑ, και τρακόσ(ι)οι, -ες, -α, Ν, και τριακάσιοι και ιων. τ. τριηκόσιοι και δωρ. τ. τριακάτιοι, -αι, -α, Α(απόλ. αριθμ.)1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις εκατοντάδες2. (το ουδ.) ποσότητα τριών εκατοντάδων3. το αρσ. ως ουσ. οι τριακόσιοιοι Σπαρτιάτες που έπεσαν στις Θερμοπύλες μαζί με τον Λεωνίδα το 480 π.Χ. πολεμώντας τους Πέρσες εισβολείςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το τρ(ι)ακόσ(ι)αα) ο αριθμός 300 και η συμβολική του παράστασηβ) το έτος 300αρχ.το αρσ. ως ουσ. α) (στην Αθήνα) οι πιο πλούσιοι από τις συμμορίες, δηλ. από τις φορολογούμενες ομάδες τών πολιτώνβ) δικαστικό συνέδριο στα Μέγαρα και στη Σπάρτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ: τριᾱ- (βλ. λ. τριά-κοντα) + -κόσιοι < -κάτιοι (βλ. λ. εκατό), όπου το -ο- αναλογικά προς τα -κοντα / -κοστός (πρβλ. τριά-κοντα, τρια-κοστός), ενώ το -σ- με συριστικοποίησή τού -τ- πριν από το -ι- (πρβλ. φύσις: φυτό)].
Dictionary of Greek. 2013.